- οἰνηρός
- οἰνηρόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… … Dictionary of Greek
οἰνηρά — οἰνηρός of neut nom/voc/acc pl οἰνηρά̱ , οἰνηρός of fem nom/voc/acc dual οἰνηρά̱ , οἰνηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηρῶν — οἰνηρός of fem gen pl οἰνηρός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηρόν — οἰνηρός of masc acc sg οἰνηρός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηραῖς — οἰνηρός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηροῖς — οἰνηρός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηροῖσι — οἰνηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηροῖσιν — οἰνηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηροί — οἰνηρός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηροῦ — οἰνηρός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)